lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δυσάρεστος στα φινλανδικά

Λέξη:
δυσάρεστος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (7):
epämiellyttävä, ikävä, karu, ankea, harmillinen, harmittava, kiusallinen
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά δυσάρεστος, δυσάρεστος συνώνυμα, δυσάρεστος σημασία, δυσάρεστος λεξικο, δυσάρεστος στα φινλανδικά, epämiellyttävä στα ελληνικά
δυσάρεστος στα φινλανδικά