lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δυσάρεστος στα σουηδικά

Λέξη:
δυσάρεστος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (12):
amper, barsk, beklaglig, bitter, ledsam, oangenäm, obehaglig, otrevlig, penibel, pinsam, sorglig, tråkig
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά δυσάρεστος, δυσάρεστος συνώνυμα, δυσάρεστος σημασία, δυσάρεστος λεξικο, δυσάρεστος στα σουηδικά, amper στα ελληνικά
δυσάρεστος στα σουηδικά