lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δυσάρεστος στα γαλλικά

Λέξη:
δυσάρεστος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (27):
acre, acrimonieux, aigre, amer, contrariant, coquillier, difficultueux, dur, déplaisant, désagréable, désobligeant, désolant, ennuyant, fagot, fâcheux, gênant, incommode, ingrat, malplaisant, maussade, mauvais, onéreux, pénible, regrettable, revêche, rébarbatif, vexant
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά δυσάρεστος, δυσάρεστος συνώνυμα, δυσάρεστος σημασία, δυσάρεστος λεξικο, δυσάρεστος στα γαλλικά, acre στα ελληνικά
δυσάρεστος στα γαλλικά