lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δυσάρεστος στα γερμανικά

Λέξη:
δυσάρεστος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (11):
arg, barsch, lästig, mühsam, peinlich, unangenehm, unerfreulich, verdrießen, widerlich, widerwärtig, ärgerlich
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά δυσάρεστος, δυσάρεστος συνώνυμα, δυσάρεστος σημασία, δυσάρεστος λεξικο, δυσάρεστος στα γερμανικά, arg στα ελληνικά
δυσάρεστος στα γερμανικά