lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δυσάρεστος στα πορτογαλικά

Λέξη:
δυσάρεστος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (11):
antipático, bronco, desabrido, desagradável, displicente, doloroso, fastidioso, molesto, penoso, violento, áspero
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά δυσάρεστος, δυσάρεστος συνώνυμα, δυσάρεστος σημασία, δυσάρεστος λεξικο, δυσάρεστος στα πορτογαλικά, antipático στα ελληνικά
δυσάρεστος στα πορτογαλικά