lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δυσάρεστος στα ρωσικά

Λέξη:
δυσάρεστος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (6):
неприятный, досадный, затруднительный, мучительный, неудобный, обидный
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά δυσάρεστος, δυσάρεστος συνώνυμα, δυσάρεστος σημασία, δυσάρεστος λεξικο, δυσάρεστος στα ρωσικά, неприятный στα ελληνικά
δυσάρεστος στα ρωσικά