lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δυσάρεστος στα ιταλικά

Λέξη:
δυσάρεστος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (14):
brusco, brutto, cattivo, deplorevole, disagevole, duro, fastidioso, increscioso, molesto, penoso, scortese, sgradevole, sgraziato, spiacevole
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά δυσάρεστος, δυσάρεστος συνώνυμα, δυσάρεστος σημασία, δυσάρεστος λεξικο, δυσάρεστος στα ιταλικά, brusco στα ελληνικά
δυσάρεστος στα ιταλικά