lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πρόσβαση στα εσθονική

Λέξη:
πρόσβαση (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-εσθονική
Μεταφράσεις (3):
rünnak, ründama, vägistamine
Σχετικές λέξεις:
εσθονική πρόσβαση, πρόσβαση φροντιστήριο, πρόσβαση συνώνυμο, πρόσβαση στο πεδίο έρευνας, πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, πρόσβαση στα διοικητικά έγγραφα, πρόσβαση στα εσθονική, rünnak στα ελληνικά
πρόσβαση στα εσθονική