σκίζω στα αγγλικά σκίζω στα τσεχική σκίζω στα γερμανικά σκίζω στα δανική σκίζω στα ισπανικά σκίζω στα γαλλικά σκίζω στα ιταλικά σκίζω στα νορβηγικά σκίζω στα ρωσικά σκίζω στα σουηδικά σκίζω στα λευκορωσίας σκίζω στα εσθονική σκίζω στα φινλανδικά σκίζω στα κροατικά σκίζω στα ουγγρική σκίζω στα πορτογαλικά σκίζω στα ρουμανική σκίζω στα ουκρανικά σκίζω στα πολωνική
περίοδος στα βουλγαρικά αδέξιος στα γερμανικά εξομοιώνω στα τσεχική εκτέλεση στα ιταλικά λαγωνικό στα ουκρανικά
αφομοιώνω συνώνυμο περίοδος και διατροφή αδέξιος συνώνυμα λαγωνικό 24 καρατίων