lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκίζω στα ρωσικά

Λέξη:
σκίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (15):
вздрагивать, дергать, драть, дрожать, дрыгать, дёргать, знобить, обрывать, отодрать, оторвать, отрывать, рвать, терзать, трепетать, тянуть
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά σκίζω, σκίζω τη γάτα, σκίζω τα ρούχα μου, σκίζω συνώνυμα, σκίζω στα αγγλικά, σκίζω ρίζω το λεμόνι, σκίζω στα ρωσικά, вздрагивать στα ελληνικά
σκίζω στα ρωσικά