lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκίζω στα ουγγρική

Λέξη:
σκίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (7):
könny, szakítani, tépni, didereg, remegni, reszket, elszakít
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική σκίζω, σκίζω τη γάτα, σκίζω τα ρούχα μου, σκίζω συνώνυμα, σκίζω στα αγγλικά, σκίζω ρίζω το λεμόνι, σκίζω στα ουγγρική, könny στα ελληνικά
σκίζω στα ουγγρική