lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκίζω στα ιταλικά

Λέξη:
σκίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (13):
dilaniare, distrarre, fremere, lacerare, rabbrividire, rompere, spiccare, squarciare, stracciare, strappare, straziare, tremare, vibrare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά σκίζω, σκίζω τη γάτα, σκίζω τα ρούχα μου, σκίζω συνώνυμα, σκίζω στα αγγλικά, σκίζω ρίζω το λεμόνι, σκίζω στα ιταλικά, dilaniare στα ελληνικά
σκίζω στα ιταλικά