lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκίζω στα νορβηγικά

Λέξη:
σκίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (21):
darra, dirre, distrahere, dra, draga, gyse, hale, hutre, nappe, pille, riva, rive, ruske, rykke, rykning, ryste, rystning, sitre, skake, skjelve, trekke
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά σκίζω, σκίζω τη γάτα, σκίζω τα ρούχα μου, σκίζω συνώνυμα, σκίζω στα αγγλικά, σκίζω ρίζω το λεμόνι, σκίζω στα νορβηγικά, darra στα ελληνικά
σκίζω στα νορβηγικά