lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκίζω στα λευκορωσίας

Λέξη:
σκίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (6):
дзерці, драць, кроіць, мучыць, рваць, цягнуць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας σκίζω, σκίζω τη γάτα, σκίζω τα ρούχα μου, σκίζω συνώνυμα, σκίζω στα αγγλικά, σκίζω ρίζω το λεμόνι, σκίζω στα λευκορωσίας, дзерці στα ελληνικά
σκίζω στα λευκορωσίας