lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκίζω στα δανική

Λέξη:
σκίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (18):
dirre, distrahere, gyse, hale, hutre, nappe, pille, plukke, riva, rive, ruske, rykke, rykning, ryste, rystning, sitre, trekke, trække
Σχετικές λέξεις:
δανική σκίζω, σκίζω τη γάτα, σκίζω τα ρούχα μου, σκίζω συνώνυμα, σκίζω στα αγγλικά, σκίζω ρίζω το λεμόνι, σκίζω στα δανική, dirre στα ελληνικά
σκίζω στα δανική