lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανήμπορος στα γαλλικά

Λέξη:
ανήμπορος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (7):
embarrassé, impuissant, perplexe, adynamique, flasque, infirme, languissant
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά ανήμπορος, ο ανήμπορος, ανήμπορος συνωνυμα, ανήμπορος στιχοι, ανήμπορος λεξικο, ανήμπορος - καζαντζίδης στελιος, ανήμπορος στα γαλλικά, embarrassé στα ελληνικά
ανήμπορος στα γαλλικά