lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανήμπορος στα ισπανικά

Λέξη:
ανήμπορος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (4):
desvalido, impotente, alicaído, exangüe
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά ανήμπορος, ο ανήμπορος, ανήμπορος συνωνυμα, ανήμπορος στιχοι, ανήμπορος λεξικο, ανήμπορος - καζαντζίδης στελιος, ανήμπορος στα ισπανικά, desvalido στα ελληνικά
ανήμπορος στα ισπανικά