lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανήμπορος στα τσεχική

Λέξη:
ανήμπορος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (7):
bezmocný, bezradný, zmatený, churavý, impotentní, neduživý, nemohoucí
Σχετικές λέξεις:
τσεχική ανήμπορος, ο ανήμπορος, ανήμπορος συνωνυμα, ανήμπορος στιχοι, ανήμπορος λεξικο, ανήμπορος - καζαντζίδης στελιος, ανήμπορος στα τσεχική, bezmocný στα ελληνικά
ανήμπορος στα τσεχική