lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανήμπορος στα σουηδικά

Λέξη:
ανήμπορος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (7):
hjälplös, rådlös, rådvill, kraftlös, orkeslös, utlevad, vanmäktig
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά ανήμπορος, ο ανήμπορος, ανήμπορος συνωνυμα, ανήμπορος στιχοι, ανήμπορος λεξικο, ανήμπορος - καζαντζίδης στελιος, ανήμπορος στα σουηδικά, hjälplös στα ελληνικά
ανήμπορος στα σουηδικά