lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανήμπορος στα δανική

Λέξη:
ανήμπορος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (4):
rådløs, kraftløs, magtesløs, snak
Σχετικές λέξεις:
δανική ανήμπορος, ο ανήμπορος, ανήμπορος συνωνυμα, ανήμπορος στιχοι, ανήμπορος λεξικο, ανήμπορος - καζαντζίδης στελιος, ανήμπορος στα δανική, rådløs στα ελληνικά
ανήμπορος στα δανική