lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανήμπορος στα λευκορωσίας

Λέξη:
ανήμπορος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (5):
бездапаможны, бяссільны, нядужы, слабы, хворы
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας ανήμπορος, ο ανήμπορος, ανήμπορος συνωνυμα, ανήμπορος στιχοι, ανήμπορος λεξικο, ανήμπορος - καζαντζίδης στελιος, ανήμπορος στα λευκορωσίας, бездапаможны στα ελληνικά
ανήμπορος στα λευκορωσίας