lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανήμπορος στα νορβηγικά

Λέξη:
ανήμπορος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (9):
hjelpeløs, rådløs, rådvill, ubehjelpelig, kraftløs, maktesløs, matt, orkesløs, svak
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά ανήμπορος, ο ανήμπορος, ανήμπορος συνωνυμα, ανήμπορος στιχοι, ανήμπορος λεξικο, ανήμπορος - καζαντζίδης στελιος, ανήμπορος στα νορβηγικά, hjelpeløs στα ελληνικά
ανήμπορος στα νορβηγικά