lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανήμπορος στα ουγγρική

Λέξη:
ανήμπορος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (3):
gyámoltalan, tanácstalan, tehetetlen
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική ανήμπορος, ο ανήμπορος, ανήμπορος συνωνυμα, ανήμπορος στιχοι, ανήμπορος λεξικο, ανήμπορος - καζαντζίδης στελιος, ανήμπορος στα ουγγρική, gyámoltalan στα ελληνικά
ανήμπορος στα ουγγρική