lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανήμπορος στα ουκρανικά

Λέξη:
ανήμπορος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (14):
безпомічний, безпорадний, безсилий, безсильний, блідий, зблідлий, кволий, немічний, неспроможний, нехитрий, нікчемний, слабий, слабкий, тьмяний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ανήμπορος, ο ανήμπορος, ανήμπορος συνωνυμα, ανήμπορος στιχοι, ανήμπορος λεξικο, ανήμπορος - καζαντζίδης στελιος, ανήμπορος στα ουκρανικά, безпомічний στα ελληνικά
ανήμπορος στα ουκρανικά