lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανήμπορος στα γερμανικά

Λέξη:
ανήμπορος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (6):
hilflos, ratlos, kraftlos, machtlos, ohnmächtig, unvermögend
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ανήμπορος, ο ανήμπορος, ανήμπορος συνωνυμα, ανήμπορος στιχοι, ανήμπορος λεξικο, ανήμπορος - καζαντζίδης στελιος, ανήμπορος στα γερμανικά, hilflos στα ελληνικά
ανήμπορος στα γερμανικά