lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ελαττώνω στα γαλλικά

Λέξη:
ελαττώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (13):
amenuiser, amoindrir, attiédir, atténuer, comprimer, diminuer, infirmer, rabaisse, rapetisser, restreindre, retrancher, rogner, réduire
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά ελαττώνω, ελαττώνω συνωνυμα, ελαττώνω στα αγγλικα, ελαττώνω στα γαλλικά, amenuiser στα ελληνικά
ελαττώνω στα γαλλικά