lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ελαττώνω στα νορβηγικά

Λέξη:
ελαττώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (12):
avkorta, avta, dale, forminske, minke, minska, minske, nedbringa, nedsette, redusere, slakke, svinne
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά ελαττώνω, ελαττώνω συνωνυμα, ελαττώνω στα αγγλικα, ελαττώνω στα νορβηγικά, avkorta στα ελληνικά
ελαττώνω στα νορβηγικά