lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ελαττώνω στα γερμανικά

Λέξη:
ελαττώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (12):
abgemildert, beschränken, entwerten, ermäßigen, kürzen, mindern, reduzieren, schmälern, schwinden, verkleinern, vermindern, verringern
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ελαττώνω, ελαττώνω συνωνυμα, ελαττώνω στα αγγλικα, ελαττώνω στα γερμανικά, abgemildert στα ελληνικά
ελαττώνω στα γερμανικά