lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ελαττώνω στα πολωνική

Λέξη:
ελαττώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (3):
uszczuplać, zmniejszać, zmniejszyć
Σχετικές λέξεις:
πολωνική ελαττώνω, ελαττώνω συνωνυμα, ελαττώνω στα αγγλικα, ελαττώνω στα πολωνική, uszczuplać στα ελληνικά
ελαττώνω στα πολωνική