lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εφοδιάζω στα αγγλικά

Λέξη:
εφοδιάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (14):
accommodate, annotate, assort, cater, endow, enface, equip, fit, furnish, provide, purvey, replenish, resource, supply
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά εφοδιάζω, εφοδιάζω συνώνυμα, εφοδιάζω συνωνυμο, εφοδιάζω στα αγγλικά, εφοδιάζω αγγλικά, εφοδιάζω στα αγγλικά, accommodate στα ελληνικά
εφοδιάζω στα αγγλικά