lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εφοδιάζω στα γαλλικά

Λέξη:
εφοδιάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (14):
achalander, approvisionner, assortir, avitailler, fourni, fournir, garni, garnir, muni, munir, nantir, pourvoir, ravitailler, équiper
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά εφοδιάζω, εφοδιάζω συνώνυμα, εφοδιάζω συνωνυμο, εφοδιάζω στα αγγλικά, εφοδιάζω αγγλικά, εφοδιάζω στα γαλλικά, achalander στα ελληνικά
εφοδιάζω στα γαλλικά