lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εφοδιάζω στα δανική

Λέξη:
εφοδιάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (6):
forsørge, levere, ruste, ekvipere, forsyne, skaffe
Σχετικές λέξεις:
δανική εφοδιάζω, εφοδιάζω συνώνυμα, εφοδιάζω συνωνυμο, εφοδιάζω στα αγγλικά, εφοδιάζω αγγλικά, εφοδιάζω στα δανική, forsørge στα ελληνικά
εφοδιάζω στα δανική