lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εφοδιάζω στα γερμανικά

Λέξη:
εφοδιάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (7):
ausrüsten, ausstatten, beliefern, beziehen, liefern, versehen, versorgen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά εφοδιάζω, εφοδιάζω συνώνυμα, εφοδιάζω συνωνυμο, εφοδιάζω στα αγγλικά, εφοδιάζω αγγλικά, εφοδιάζω στα γερμανικά, ausrüsten στα ελληνικά
εφοδιάζω στα γερμανικά