lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εφοδιάζω στα τσεχική

Λέξη:
εφοδιάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (17):
dodávat, obstarat, obstarávat, opatřit, poskytnout, poskytovat, roztřídit, sestavit, třídit, uspořádat, vybavit, vybrat, vystrojit, vyzbrojit, zastoupit, zásobit, zásobovat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική εφοδιάζω, εφοδιάζω συνώνυμα, εφοδιάζω συνωνυμο, εφοδιάζω στα αγγλικά, εφοδιάζω αγγλικά, εφοδιάζω στα τσεχική, dodávat στα ελληνικά
εφοδιάζω στα τσεχική