lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εφοδιάζω στα ισπανικά

Λέξη:
εφοδιάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (10):
abastecer, alimentar, aprovisionar, avituallar, equipar, pertrechar, proporcionar, proveer, suministrar, surtir
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά εφοδιάζω, εφοδιάζω συνώνυμα, εφοδιάζω συνωνυμο, εφοδιάζω στα αγγλικά, εφοδιάζω αγγλικά, εφοδιάζω στα ισπανικά, abastecer στα ελληνικά
εφοδιάζω στα ισπανικά