lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εφοδιάζω στα ιταλικά

Λέξη:
εφοδιάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (8):
allestire, assortire, attrezzare, corredare, equipaggiare, fornire, provvedere, rifornire
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά εφοδιάζω, εφοδιάζω συνώνυμα, εφοδιάζω συνωνυμο, εφοδιάζω στα αγγλικά, εφοδιάζω αγγλικά, εφοδιάζω στα ιταλικά, allestire στα ελληνικά
εφοδιάζω στα ιταλικά