lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εφοδιάζω στα ρωσικά

Λέξη:
εφοδιάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (5):
запасать, обеспечить, снабжать, оснастить, снабдить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά εφοδιάζω, εφοδιάζω συνώνυμα, εφοδιάζω συνωνυμο, εφοδιάζω στα αγγλικά, εφοδιάζω αγγλικά, εφοδιάζω στα ρωσικά, запасать στα ελληνικά
εφοδιάζω στα ρωσικά