lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εφοδιάζω στα φινλανδικά

Λέξη:
εφοδιάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (4):
hankkia, järjestää, muonittaa, varustaa
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά εφοδιάζω, εφοδιάζω συνώνυμα, εφοδιάζω συνωνυμο, εφοδιάζω στα αγγλικά, εφοδιάζω αγγλικά, εφοδιάζω στα φινλανδικά, hankkia στα ελληνικά
εφοδιάζω στα φινλανδικά