lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πλεονέκτημα στα βουλγαρικά

Λέξη:
πλεονέκτημα (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (2):
печалба, добродетел
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά πλεονέκτημα, συγκριτικό πλεονέκτημα, πλεονέκτημα τησ αμφιβολίασ, πλεονέκτημα συνώνυμο, πλεονέκτημα στο πέναλτι, πλεονέκτημα ρόδος, πλεονέκτημα στα βουλγαρικά, печалба στα ελληνικά
πλεονέκτημα στα βουλγαρικά