lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πλεονέκτημα στα δανική

Λέξη:
πλεονέκτημα (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (8):
benytte, bruge, fordel, fortjeneste, fortrin, gevinst, nytte, dyd
Σχετικές λέξεις:
δανική πλεονέκτημα, συγκριτικό πλεονέκτημα, πλεονέκτημα τησ αμφιβολίασ, πλεονέκτημα συνώνυμο, πλεονέκτημα στο πέναλτι, πλεονέκτημα ρόδος, πλεονέκτημα στα δανική, benytte στα ελληνικά
πλεονέκτημα στα δανική