lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πλεονέκτημα στα πορτογαλικά

Λέξη:
πλεονέκτημα (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (13):
beneficio, benefício, empregar, ganho, ganância, logro, lucrar, lucro, proveito, usar, utilizar, vantagem, ventara
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά πλεονέκτημα, συγκριτικό πλεονέκτημα, πλεονέκτημα τησ αμφιβολίασ, πλεονέκτημα συνώνυμο, πλεονέκτημα στο πέναλτι, πλεονέκτημα ρόδος, πλεονέκτημα στα πορτογαλικά, beneficio στα ελληνικά
πλεονέκτημα στα πορτογαλικά