lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πλεονέκτημα στα αγγλικά

Λέξη:
πλεονέκτημα (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (19):
advancing, advantage, asset, avail, behalf, benefit, desirability, employ, expedience, expediency, gain, good, merit, plus, profit, service, stead, use, virtue
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά πλεονέκτημα, συγκριτικό πλεονέκτημα, πλεονέκτημα τησ αμφιβολίασ, πλεονέκτημα συνώνυμο, πλεονέκτημα στο πέναλτι, πλεονέκτημα ρόδος, πλεονέκτημα στα αγγλικά, advancing στα ελληνικά
πλεονέκτημα στα αγγλικά