lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πλεονέκτημα στα ιταλικά

Λέξη:
πλεονέκτημα (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (16):
adoperare, beneficio, convenienza, favore, giovamento, guadagno, merito, pregio, profitto, qualità, tornaconto, usare, uso, utile, utilizzare, vantaggio
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά πλεονέκτημα, συγκριτικό πλεονέκτημα, πλεονέκτημα τησ αμφιβολίασ, πλεονέκτημα συνώνυμο, πλεονέκτημα στο πέναλτι, πλεονέκτημα ρόδος, πλεονέκτημα στα ιταλικά, adoperare στα ελληνικά
πλεονέκτημα στα ιταλικά