lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πλεονέκτημα στα σουηδικά

Λέξη:
πλεονέκτημα (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (15):
användande, avanser, behållning, båtnad, fortrinn, fördel, förmån, förtjänst, gagn, nytta, profit, utbyte, utnyttjande, vinning, vinst
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά πλεονέκτημα, συγκριτικό πλεονέκτημα, πλεονέκτημα τησ αμφιβολίασ, πλεονέκτημα συνώνυμο, πλεονέκτημα στο πέναλτι, πλεονέκτημα ρόδος, πλεονέκτημα στα σουηδικά, användande στα ελληνικά
πλεονέκτημα στα σουηδικά