lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πλεονέκτημα στα νορβηγικά

Λέξη:
πλεονέκτημα (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (16):
avanse, benytte, bruke, dyd, fordel, fortjeneste, fortrinn, gagn, gevinst, nytta, nytte, profitt, utbyte, utbytte, vinning, vinst
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά πλεονέκτημα, συγκριτικό πλεονέκτημα, πλεονέκτημα τησ αμφιβολίασ, πλεονέκτημα συνώνυμο, πλεονέκτημα στο πέναλτι, πλεονέκτημα ρόδος, πλεονέκτημα στα νορβηγικά, avanse στα ελληνικά
πλεονέκτημα στα νορβηγικά