lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γεμίζω στα δανική

Λέξη:
γεμίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (8):
fange, lande, fylde, stoppe, anklage, belaste, laste, tynge
Σχετικές λέξεις:
δανική γεμίζω, πληρώνω γεμίζω, γεμίζω το ποτήρι μου και πίνω τρεισ φορέσ, γεμίζω συνώνυμο, γεμίζω συνώνυμα, γεμίζω από, γεμίζω στα δανική, fange στα ελληνικά
γεμίζω στα δανική