lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γεμίζω στα ιταλικά

Λέξη:
γεμίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (17):
addebitare, aggravare, appesantire, approdare, atterrare, caricare, compilare, enfiare, gonfiare, gravare, imbottire, imputare, incaricare, peggiorare, riempire, sbarcare, tacciare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά γεμίζω, πληρώνω γεμίζω, γεμίζω το ποτήρι μου και πίνω τρεισ φορέσ, γεμίζω συνώνυμο, γεμίζω συνώνυμα, γεμίζω από, γεμίζω στα ιταλικά, addebitare στα ελληνικά
γεμίζω στα ιταλικά