lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γεμίζω στα ουγγρική

Λέξη:
γεμίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (10):
kikötni, feltölt, rakni, rakodni, megtölt, megtölteni, megterhelni, betölt, kitölteni, berak
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική γεμίζω, πληρώνω γεμίζω, γεμίζω το ποτήρι μου και πίνω τρεισ φορέσ, γεμίζω συνώνυμο, γεμίζω συνώνυμα, γεμίζω από, γεμίζω στα ουγγρική, kikötni στα ελληνικά
γεμίζω στα ουγγρική