lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γεμίζω στα ισπανικά

Λέξη:
γεμίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (16):
acusar, agravarse, arrasar, aterrizar, atiborrar, cargar, colmar, desembarcar, ejecutar, embutir, encargar, henchir, hinchar, inflar, llenar, rellenar
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά γεμίζω, πληρώνω γεμίζω, γεμίζω το ποτήρι μου και πίνω τρεισ φορέσ, γεμίζω συνώνυμο, γεμίζω συνώνυμα, γεμίζω από, γεμίζω στα ισπανικά, acusar στα ελληνικά
γεμίζω στα ισπανικά