lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γεμίζω στα λευκορωσίας

Λέξη:
γεμίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (5):
зараджаць, набіваць, запаўняць, наліваць, напаўняць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας γεμίζω, πληρώνω γεμίζω, γεμίζω το ποτήρι μου και πίνω τρεισ φορέσ, γεμίζω συνώνυμο, γεμίζω συνώνυμα, γεμίζω από, γεμίζω στα λευκορωσίας, зараджаць στα ελληνικά
γεμίζω στα λευκορωσίας